- απωθούμαι
- απωθούμαι, απωθήθηκα, απωθημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀπωθοῦμαι — ἀπωθέω thrust away pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπωθέω thrust away pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσκουντώ — άω 1. σπρώχνω κάποιον για να τόν αναγκάσω να μετακινηθεί, να αλλάξει θέση 2. κουνώ κάποιον για να ξυπνήσει ή να συνέλθει («ξεσκούντα τον να ξυπνήσει») 3. μτφ. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να αναλάβει ένα έργο ή να εντείνει την προσπάθεια του («αν… … Dictionary of Greek